διάνοιξη (τραύματος)
dehiscence
Ερμηνεία:
O αυτόματος διαχωρισμός των στιβάδων ενός χειρουργικού τραύματος, που μπορεί να είναι επιφανειακός, ή με πλήρη διαχωρισμό όλων των στρωμάτων και πλήρη ρήξη του τραύματος, πριν από την ολοκληρωση της επούλωσης του τραύματος. Η πλήρης διάνοιξη ενός τραύματος των κοιλιακών τοιχωματων συνήθως οδηγεί στην εκσπλάχνιση (evisceration).
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Surgical wound dehiscence. Hahler B.Medsurg Nurs. 2006 Oct;15(5):296-300; quiz 301.
Prevalence of Superior Semicircular Canal Dehiscence on High-Resolution CT Imaging in Patients without Vestibular or Auditory Abnormalities. Berning AW, Arani K, Branstetter BF 4th.AJNR Am J Neuroradiol. 2019 Apr;40(4):709-712.
Prevalence of posterior alveolar bony dehiscence and fenestration in adults with posterior crossbite: a CBCT study. Choi JY, Chaudhry K, Parks E, Ahn JH.Prog Orthod. 2020 Mar 16;21(1):8.
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Χειρουργική:
|